- εκλογιστής
- ἐκλογιστής, ο (Α)1. λογιστής (και ως δημόσιο αξίωμα)2. εισπράκτορας φόρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκλογιστής — accountant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλογισταί — ἐκλογιστής accountant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)